Το έθιμο είναι τοπική συνήθεια και πράξη, που πηγάζει από την ανάγκη να εκφραστούν εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις και η παράδοση. Τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων σ’ όλη την Ελλάδα τελείται πλήθος εθίμων, αλλά και στη Χαλκιδική δεν υπάρχει υστέρηση. Τα έθιμα αυτών των ημερών είναι ενδιαφέροντα, διότι διακρίνει κανείς σ’ αυτά ιδέες κληρονομημένες από τα πανάρχαια χρόνια και είναι σύμφωνες με τον τρόπο σκέψης του πρωτόγονου ανθρώπου, δοξασίες προχριστιανικές βαθιά ριζωμένες στο πνεύμα του λαού και πράξεις αντίθετες προς το νόημα της χριστιανικής διδασκαλίας, μολονότι γίνονται στο όνομα του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων.
«Είναι βέβαιο, πάντως, πως, παρά την τάση της εμμονής του λαού στα «παραδεδομένα», το έθιμο, «ως εν χρόνω γενόμενον», υπόκειται στο νόμο της εξέλιξης, δηλαδή γεννιέται, ζει, μπορεί να πεθάνει, αλλά και να αναζήσει• επίσης ως άμεσα εξαρτημένο από τη ζωή των φορέων του, των ανθρώπων, υφίσταται επιδράσεις και μεταβολές. Έτσι η εμφάνιση της μηχανής στον αγροτικό βίο σκότωσε ένα πλήθος εθίμων που συνδεόταν με το γεωργό και τα αροτριώντα ζώα, τι νόημα μπορούν να έχουν πλέον οι πρωτοχρονιάτικες ευχές: «κι πουλλά αρνούδια κι πουλλά κατσ’κούδια…κι όπους βαράει η πόρτα να βαράει κι του μιτάξι…» αναφέρει στο βιβλίο του «Το Δωδεκαήμερο στη Χαλκιδική» ο φιλόλογος και συγγραφέας Ιωακείμ Κρικελίκος.
Η γιορτή των Χριστουγέννων με τα σχετικά έθιμά της αρχίζει και για τους Χαλκιδικιώτες από την Παραμονή. Μεγάλοι και μικροί πλήρως απασχολημένοι. Οι νοικοκυρές για να ετοιμάσουν το σπιτικό, να φτιάξουν τα γλυκά, να στολίσουν το δέντρο, οι νοικοκυραίοι για να ψωνίσουν, να βρουν το «χριστόξυλο», να τακτοποιήσουν τα ζώα, τα παιδιά όλο χαμόγελα από την ξενοιασιά των διακοπών, για τα δώρα που θα πάρουν και προπαντός για τον «παρά» που θα εισπράξουν λέγοντας τα κάλαντα.
Τα τραγούδια που λέγονται στη Χαλκιδική, ο χρόνος που ψάλλονται, ο «σκοπός» των τραγουδιών, ο τρόπος που ξεκινούν και κινούνται οι καλανδιστές, διαφέρουν από χωριό σε χωριό.
Στη Νικήτη τα κάλαντα ψάλλονται σήμερα μετά το μεγάλο Εσπερινό της γιορτής. Τα τραγούδια που ακούγονται είναι το «Καλήν εσπέραν άρχοντες» και το «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα». Το πρώτο, το «μεγάλο», που είναι καθαρά θρησκευτικό, αναφέρεται στη γέννηση του Χριστού, στην προσκύνηση των Μάγων, στη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, στη φυγή του Χριστού στην Αίγυπτο και ολοκληρώνεται με την προτροπή όλοι να εκκλησιαστούν και στη συνέχεια να ευφρανθούν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, χωρίς βέβαια να ξεχνούν τους φτωχούς.
Στη Γαλάτιστα πάλι οι μικροί τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας μια σούβλα, όπου οι νοικοκυρές περνούσαν τα γλυκά, τα φρούτα, το χοιρινό κρέας και οπωσδήποτε την «κόλ’ντα» (μικρό λουκάνικο). Εκεί, αφού έλεγαν τα γνωστά κάλαντα, πρόσθεταν:
Θειά, κόλ’ντα, κόλ’ντα,
ώσπου να βαρεί η πόρτα,
να βαρεί κι του μιτάξι,
κι του χρόνου!
Το χριστόψωμο (ή χριστόψωμα ή χριστόπ’τα ή κ’στόπ’τα ή κλίκ’ ή κ΄λούρα ή μπουγάτσια) είναι συνήθως σκέτο ψωμί, που ψήνεται σε λαδωμένο ταψί. Στην επιφάνειά του φιλοτεχνούν με ζυμάρι, σταφίδες και ψίχες από καρύδι ή μύγδαλο, πλουμίδια, που παριστάνουν σταυρούς, κύκλους, άνθη. Στο κέντρο του σταυρού τοποθετούν ένα άσπαστο καρύδι, ενώ στις κεραίες του τοποθετούν σύκα λιασμένα, σταφίδες κ.λ.π. Στα Ριζά και στην Παλαιόχωρα, εκτός από τον κεντρικό σταυρό, κάνουν ένα κύκλο με ζυμάρι για το κέντρο και τέσσερα ημικύκλια για τις άκρες. Στα Πετροκέρασα, περιφερειακά του στολισμένου με καρυδόψιχα σταυρού, τοποθετούν μικρά στρογγυλά κουλουράκια, σε αριθμό τόσα, όσα τα μέλη της οικογένειας και μερικά επιπλέον: ένα για την Παναγία ή το εικονοστάσι, ένα για το σπιτικό, ένα για τον ξενιτεμένο, αν υπάρχει. Σ’ ένα από τα κουλουράκια μπαίνει και «παράς».
Μόλις βγει από το φούρνο, αλείφεται με λιωμένο μέλι ή ζαχαρόνερο, για να γλυκάνει το Χριστό• αλλού, το αλείφουν με κόκκινο γλυκό πιπέρι, για να «πάρει όψη». Σε πολλά μέρη, στη χριστόπιτα μπαίνει και «παράς» (νόμισμα), όπως στη βασιλόπιτα.
Όταν νυχτώσει, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια γύρω από το σουφρά, όπου βρίσκεται το χριστόψωμο. Αφού θυμιάσει η νοικοκυρά όλο το σπίτι «για να φύγουν οι καρκατζαλοί», ο αρχηγός ή ο γεροντότερος της οικογένειας παίρνει το μαχαίρι, σταυρώνει τη χριστόπιτα τρεις φορές και ευχόμενος:
«καλώς μας ήρτι Χριστός! Να μας βουθήσ’! κι του χρόνου!».
Η Πολυγυρινή νοικοκυρά θα ζυμώσει τα «σαλιάρια» και τα «φοινίκια». Για τα πρώτα (κάτι σαν τα σημερινά μελομακάρονα) θα χρειαστεί: ένα ποτήρι σταχτόνερο, ένα ζάχαρη, δύο λάδι, το ζωμό και το ξύσμα ενός πορτοκαλιού, κανέλα, γαρύφαλα, ένα κουταλάκι σόδα και εφτά ποτήρια αλεύρι. Για την παρασκευή του θα αφήσει το λάδι να καεί καλά, θα το σβήσει με το σταχτόνερο, θα ρίξει μέσα τα άλλα υλικά και θα τα ζυμώσει. Για τα φοινίκια απαιτούνται: τρία ποτήρια λάδι, ένα σταχτόνερο, ένα με ζωμό πορτοκαλιού, ένα ποτήρι κονιάκ, δύο κουταλάκια μπέικιν, ένα γαρύφαλα και ένα κανέλα.
Στη Χαλκιδική την παραμονή γινόταν πλήθος συμβολικών – μαγικών πράξεων. Ο νοικοκύρης, εκτός των άλλων (προμήθεια τροφίμων, αγορά ενδυμάτων, υποδημάτων και δώρων για τα παιδιά), πρέπει να διαλέξει το «χριστουγεννιάτικο ξύλο, που θα καίει όλη τη νύχτα, για να ζεσταίνει την Παναγιά με το νεογέννητο της. Το ξύλο αυτό θα πρέπει να είναι «τρανό και χοντρό», για να είναι τρανός (σπουδαίος) και χοντρός (πλούσιος) ο νοικοκύρης του σπιτιού. Ακόμη, το ξύλο αυτό δεν το σβήνουν, διότι θεωρείται πως θα σβήσει και η καλή κατάσταση του σπιτιού. Επίσης η στάχτη του νομίζεται ότι έχει αποτρεπτική δύναμη και γι’ αυτό μαζεύεται και ρίχνεται στα χωράφια, για να προφυλάσσει τα σπαρτά από βλαβερά έντομα και σκουλήκια.
Το βράδυ της Παραμονής (ή το πρωί) της γιορτής καίουν στο τζάκι κλαδί από χλωρό πουρνάρι, για αποτροπή του κακού ή για την υγεία της οικογένειας. Μάλιστα από το είδος και την ένταση του «πραπαλίσματος» των φύλλων μαντεύουν την τύχη των μελών του σπιτικού.
Βάζουν κοντά στη φωτιά μια άσπρη πέτρα, για να περάσει η οικογένεια «άσπρη χρονιά»! Η πέτρα αυτή μένει στην ίδια θέση ως την Υπαπαντή (2 Φεβρουαρίου), οπότε μεταφέρεται στα χωράφια, για να αποτρέπει την πτώση χαλαζιού.
Στον Πολύγυρο τα Χριστούγεννα «σήκωναν Ύψωμα» στα σπίτια που γιόρταζαν. Το ύψωμα αποτελούσε μίμηση αντίστοιχης μοναχικής ακολουθίας, που γίνεται τις μεγάλες γιορτές στην τράπεζα των Ι. Μονών.
Στα σπίτια γινόταν ως εξής: ερχόταν ο ιερέας μετά την απόλυση της Θ. Λειτουργίας. Στο «καλό» δωμάτιο του σπιτιού υπήρχε ήδη το τραπέζι με τα απαραίτητα: κεριά, θυμιατό, ένα πιάτο σταφίδες, ένα ποτήρι κρασί και η λειτουργιά (το πρόσφορο), που θα ύψωνε ο σπιτονοικοκύρης ή ο εορτάζων. Αφού ο ιερέας έβαζε «ευλογητός» και έλεγε το τροπάριο της γιορτής, γινόταν η ύψωση του πρόσφορου από τον οικοδεσπότη ή τον εορτάζοντα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο οποίος επαναλάμβανε τρεις φορές τη φράση: «μέγα το όνομα της αγίας Τριάδος…». Ο ιερέας στη συνέχεια τεμάχιζε το πρόσφορο και το μοίραζε στους παρευρισκόμενους, οι οποίοι το έτρωγαν, αφού το βουτούσαν στο ποτήρι με το κρασί. Κατόπιν όλοι παρακάθονταν σε κοινό τραπέζι για το γεύμα.
[ΠΗΓΗ: http://www.halkidikinews.gr, Από το βιβλίο του Ιωακείμ Κρικελίκου “Το Δωδεκαήμερο στη Χαλκιδική”, 22 Δεκεμβρίου 2018]