Ξαναπήγα για διακοπές στη Χαλκιδική μετά σχεδόν είκοσι έτη. Τότε είχα σοκαριστεί με τα συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών, τώρα μου φάνηκαν σεμνά και ενταγμένα στο τοπίο. Τόσο πολύ ωρίμασα ώστε να βλέπω στην εξάπλωση του προνομίου των εξοχικών σπιτιών μια κρυμμένη δημοκρατική αρμονία ή απλώς ο καινούργιος δρόμος επιτρέπει να αντιμετωπίζεις έτσι τα πράγματα;
Νομίζω συμβαίνουν και τα δύο. Τότε περνούσαμε με το αυτοκίνητο μέσα από τις καλοκαιρινές κωμοπόλεις για να φτάσουμε στο σπίτι των φίλων μας, περιμένοντας σε ουρές, ακούγοντας βρισιές και κορναρίσματα από τους ανυπόμονους έτσι και καθυστερούσαμε για ένα δευτερόλεπτο, με τα παιδιά σε κατάσταση παροξυσμού και τα λοιπά, τώρα ο νέος αυτοκινητόδρομος περνάει έξω από τα χωριά, προσφέρει αυτό το αφ’ υψηλού αίσθημα του επισκέπτη, πέρα από την ταχύτητα και την ευκολία. Τα παιδιά δεν είναι πια παιδιά και δεν είναι μαζί μας, τα συγκροτήματα τα ξέρω και δεν με σοκάρουν, αντίθετα εκτιμώ πόσο μερικά έχουν χτιστεί με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε ένοικος να έχει θέα σε βουνό και θάλασσα, κι ας είναι μικρούτσικα τα σπίτια. Κι ύστερα το χρώμα της θάλασσας στις ακτές όπου κολυμπάμε σε κάνει να τα ξεχνάς όλα και να θυμάσαι μόνο το σλόγκαν των Σαλονικιών, ότι σαν τη Χαλκιδική δεν έχει, να διαπιστώνεις ότι έχουν δίκιο και να τους ζηλεύεις εκ βάθους καρδίας.
Υπάρχει άραγε άλλη χώρα στον κόσμο που να διαθέτουν οι πολίτες της τόσα εξοχικά ανά κεφαλή, πέρα από την κύρια κατοικία; Και να μην είναι φτιαγμένα σαν τις πολυκατοικίες της Ισπανίας, αλλά σαν μικρά ανεξάρτητα σπιτάκια, έστω και με ασφυκτική γειτνίαση, που προσφέρουν την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας; Θα πρέπει να είναι η Ελλάδα μοναδική περίπτωση τόπου που οι κάτοικοι της ανακάλυψαν την ύπαιθρο από την αρχή, ως τόπο απολαύσεων, αφού την είχαν εγκαταλείψει ως τόπο μόχθου, και την ανέκτησαν τόσο συστηματικά.
Όταν ήμουν παιδί και δεν είχαμε χωριό, ούτε γιαγιάδες και παππούδες να μας περιμένουν, θεωρούσα προνόμιο να πηγαίνω διακοπές για ένα μήνα στην κατασκήνωση των υπαλλήλων Τραπέζης της Ελλάδος στην Πάρνηθα, κι ύστερα με τους γονείς σε κάτι νοικιασμένα δωμάτια με τσιμέντο για πάτωμα και άβαφες πόρτες. Τα παιδιά μας όμως είχαν δύο γιαγιάδες και τρία εξοχικά, το δικό τους πρόβλημα ήταν σε ποια θα πρωτοπήγαιναν. Μια φορά τα έστειλα στην κατασκήνωσή μου, ως εγγόνια τραπεζικού, κι έφριξαν, πώς είναι δυνατόν να περνούσες καλά εδώ πέρα, μου είπαν, κι έφυγαν σε μια βδομάδα. Το επίπεδο ζωής μας έχει ανέβει απίστευτα, τόσο που δεν προλάβαμε να συντονιστούμε σε ανάλογη παιδεία και ικανότητες διατήρησής του.
Αν ο καινούργιος δρόμος κατέληγε σε πάρκινγκ έξω από τις πόλεις, όπου θα αφήνεις το αυτοκίνητο και θα περπατάς μετά σε πεζόδρομους, θα ζήλευα αβάσταχτα τους Σαλονικιούς. Οπότε καλύτερα όχι.
[ΠΗΓΗ: Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, της Άννας Δαμιανίδη, 23/08/2016]